καγκουρό

καγκουρό
kangourou

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καγκουρό — Κοινή ονομασία διαφόρων θηλαστικών της οικογένειας των μακροποδιδών, της τάξης των μαρσιποφόρων. Με τη στενή έννοια της λέξης, ορίζονται ως κ. τα μεγάλα είδη του γένους Μacropus, που είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία και σε ορισμένα …   Dictionary of Greek

  • καγκουρό — το άκλ., γένος θηλαστικών μαρσιποφόρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • μακροποδίδες — (macropodidae). Οικογένεια θηλαστικών της τάξης των μαρσιποφόρων, της υπόταξης των διπρωτοδόντιων. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικογένεια των μαρσιποφόρων, αλλά η πιο γνωστή επειδή περιλαμβάνει τα καγκουρό. Περιλαμβάνει περίπου 54 είδη, τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • Δαρβίνος, Κάρολος Ροβέρτος — (Charles Robert Darwin, Σρούσμπερι 1809 – Ντάουν 1882). Άγγλος φυσιοδίφης. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Κέιμπριτζ, από το 1831 έως το 1836 συμμετείχε ως φυσιοδίφης σε ένα μεγάλο ταξίδι με το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • Mathematical Kangaroo — (also International Mathematical Kangaroo and Kangourou sans frontières, the original French name) is an international mathematical competition with more than 40 countries that take an active part in it. There are twelve levels of participation:… …   Wikipedia

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • διπρωτόδοντα — (diprotodonta). Υπόταξη θηλαστικών της τάξης των μαρσιποφόρων, που περιλαμβάνει τα καγκουρό, τα κοάλα, τους φαλαγγιστές και τα συγγενή γένη, τα οποία χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους από την ύπαρξη δύο μόνο κοπτήρων στο κάτω σαγόνι και την απουσία …   Dictionary of Greek

  • ετερομυΐδες — (heteromyides). Οικογένεια σκιουρομόρφων ζώων. Το σώμα τους μοιάζει με το σώμα των καγκουρό, γι’ αυτό ονομάζονται και καγκουροπόντικα. Έχουν μακριά ουρά, μικρά μπροστινά πόδια, ενώ τα δύο άλλα είναι σχεδόν έξι φορές μακρύτερα από τα πρώτα.… …   Dictionary of Greek

  • λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”